κεφαλώνω
(ρ.)
κεφαλώνω
[cefaˈlono]
Ανακ., Αξ., Σινασσ.
κεφαλώνου
[cefaˈlonu]
Δίλ.
Από το νεότ. ρ. κεφαλώνω = γίνομαι αργηγός, το οπ. από το μεσν. ρ. κεφαλόω-ῶ (< ουσ. κεφάλι και το παραγωγ. επίθμ. -όω > -ώνω).
1. Αποτελειώνω
Αξ.
:
Το σπίτ' κεφαλώσαμ' ντο
(Το σπίτι το αποτελειώσαμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αποσώνω
2. Τοποθετώ ξύλα για καύση, ώστε αυτά να αποτελέσουν την βάση για το άναμα της φωτιάς
Αξ., Σινασσ.
:
Κεφαλώνω το τουνdούρ'
(Τακτοποιώ τα ξύλα στο ταντούρι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Στεφανώνω, παντρεύω
Σινασσ.
4. Για έμβρυα, παίρνω την κατάλληλη θέση για έξοδο από την μήτρα, με το κεφάλι προς τα κάτω
Ανακ., Δίλ.
:
Κεφάλωσε το φσ̑άχ'
(Πήρε την σωστή θέση εξόδου το παιδί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.