παντρεύω
(ρ.)
παντρεύω
[pan'drevo]
Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
παντρεύου
[pan'drevu]
Μισθ.
παντρέου
[pan'dreu]
Φάρασ.
Αόρ.
πάντρεψα
[ˈpandrepsa]
Γούρδ., Τελμ.
πάντριψα
[ˈpandripsa]
Μαλακ.
Παθ. Αόρ.
παντρεύτα
[panʹdrefta]
Μαλακ., Μισθ., Τελμ.
Μτχ.
παντρεμένο
[pandreʹmeno]
Τροχ.
Από το μεσν. ρ. ὑπανδρεύω, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ὕπανδρος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παντρεύω ήδη μεσν.
Παντρεύω -ομαι
ό.π.τ.
:
Εγώ ήρτα να πανdρέψω το κορίτσ̑ι σ' σον αδελφό μ'
(Ήρθα για να παντρέψω την κόρη σου με τον αδελφό μου)
Ποτάμ.
-Dawk.
Τ' απάν' Τσερετσή παντρεύου ντου παιϊ μ'
(Την επόμενη Κυριακή παντρεύω το παιδί μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'φως και ήμαθεν το σχολείο και γένην είκοσι τέσσερα χρονού, να το παντρέψουν
(Όταν τέλειωσε το σχολείο και έγινε εικοσιτεσσάρων ετών, ήρθε η ώρα να τον παντρέψουν)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εγώ δεν παντρεύτα
(Εγώ δεν παντρεύτηκα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χάην 'ντουν, σεγραάν πήε σου ναίκα τ' πήι σ΄ Αραπλού, παντρεύτη
(Είχε πεθάνει, ύστερα πήγε η γυναίκα του, πήγε στο Αραπλί, παντρεύτηκε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γένης τριάντα χρονού, παντρεύτ'!
(Έγινες 30 χρονώ, παντρέψου!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'τουν παντρεύτη, ντώκι ντου ντοβά, πολύ να χιωρήεις, λίου να φας
(Όταν παντρεύτηκε, της έδωσε ευχή, πολύ να δουλέψεις, λίγο να φας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Παντρεύεις και το Δεσπότ'
(Παντρεύεις και το Δεσπότη˙ για πολύ καπάτσες γυναίκες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Κόρη μου δεν παντρεύεσαι, να πάρεις νέον άντρα;
Kάλλιο να σκάσ' ο μαύρος σου, παρά τον λόγο πού 'πες ((Κόρη μου παντρέψου, να πάρεις καινούργιο σύζυγο;
Καλύτερα να σκάσει το άλογό σου, παρά ο λόγος που είπες)) Σινασσ. -Αρχέλ. Δούλεψε ξένε μ' δούλεψε, κι εγώ να σε παντρέψω
Πάλε ο ξένος δούλευε στον τόπο για να πάγει (Δούλεψε ξένε μου δούλεψε, κι εγώ θα σε παντρέψω
Πάλι δούλευε ο ξένος, για να γυρίσει στον τόπο του) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. δοικώ, εβερντώ, ευλογώ :2, νικιαχλαντίζω, παραδώ
Kάλλιο να σκάσ' ο μαύρος σου, παρά τον λόγο πού 'πες ((Κόρη μου παντρέψου, να πάρεις καινούργιο σύζυγο;
Καλύτερα να σκάσει το άλογό σου, παρά ο λόγος που είπες)) Σινασσ. -Αρχέλ. Δούλεψε ξένε μ' δούλεψε, κι εγώ να σε παντρέψω
Πάλε ο ξένος δούλευε στον τόπο για να πάγει (Δούλεψε ξένε μου δούλεψε, κι εγώ θα σε παντρέψω
Πάλι δούλευε ο ξένος, για να γυρίσει στον τόπο του) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. δοικώ, εβερντώ, ευλογώ :2, νικιαχλαντίζω, παραδώ
Τροποποιήθηκε: 16/05/2025