ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παντρεύω (ρ.) παντρεύω [pan'drevo] Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ. παντρεύου [pan'drevu] Μισθ. παντρέου [pan'dreu] Φάρασ. Αόρ. πάντρεψα [ˈpandrepsa] Γούρδ. πάντριψα [ˈpandripsa] Μαλακ. Παθ. παντρεύουμι [pan'drevumi] Μαλακ. Από το μεσν. ρ. ὑπανδρεύω, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ὕπανδρος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παντρεύω ήδη μεσν.
Παντρεύω, στεφανώνω ό.π.τ. : Εγώ ήρτα να πανdρέψω το κορίτσ̑ι σ' σον αδελφό μ' (έχω έρθει για να παντρέψω την κόρη σου με τον αδελφό μου) Ποτάμ. -Dawk. Τ' απάν' Τσερετσή παντρεύου ντου παιϊ μ' (Την επόμενη Κυριακή παντρεύω το παιδί μου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ευλογώ, δοικώ