παντρεύω
(ρ.)
παντρεύω
[pan'drevo]
Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ.
παντρεύου
[pan'drevu]
Μισθ.
παντρέου
[pan'dreu]
Φάρασ.
Αόρ.
πάντρεψα
[ˈpandrepsa]
Γούρδ.
πάντριψα
[ˈpandripsa]
Μαλακ.
Παθ.
παντρεύουμι
[pan'drevumi]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. ὑπανδρεύω, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ὕπανδρος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παντρεύω ήδη μεσν.