ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παντρεύω (ρ.) παντρεύω [pan'drevo] Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ. παντρεύου [pan'drevu] Μισθ. παντρέου [pan'dreu] Φάρασ. Αόρ. πάντρεψα [ˈpandrepsa] Γούρδ., Τελμ. πάντριψα [ˈpandripsa] Μαλακ. Παθ. Αόρ. παντρεύτα [panʹdrefta] Μαλακ., Μισθ., Τελμ. Μτχ. παντρεμένο [pandreʹmeno] Τροχ. Από το μεσν. ρ. ὑπανδρεύω, το οπ. από το μεταγν. επίθ. ὕπανδρος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παντρεύω ήδη μεσν.
Παντρεύω -ομαι ό.π.τ. : Εγώ ήρτα να πανdρέψω το κορίτσ̑ι σ' σον αδελφό μ' (Ήρθα για να παντρέψω την κόρη σου με τον αδελφό μου) Ποτάμ. -Dawk. Τ' απάν' Τσερετσή παντρεύου ντου παιϊ μ' (Την επόμενη Κυριακή παντρεύω το παιδί μου) Μισθ. -Κοτσαν. 'φως και ήμαθεν το σχολείο και γένην είκοσι τέσσερα χρονού, να το παντρέψουν (Όταν τέλειωσε το σχολείο και έγινε εικοσιτεσσάρων ετών, ήρθε η ώρα να τον παντρέψουν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εγώ δεν παντρεύτα (Εγώ δεν παντρεύτηκα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χάην 'ντουν, σεγραάν πήε σου ναίκα τ' πήι σ΄ Αραπλού, παντρεύτη (Είχε πεθάνει, ύστερα πήγε η γυναίκα του, πήγε στο Αραπλί, παντρεύτηκε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γένης τριάντα χρονού, παντρεύτ'! (Έγινες 30 χρονώ, παντρέψου!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'τουν παντρεύτη, ντώκι ντου ντοβά, πολύ να χιωρήεις, λίου να φας (Όταν παντρεύτηκε, της έδωσε ευχή, πολύ να δουλέψεις, λίγο να φας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Παντρεύεις και το Δεσπότ' (Παντρεύεις και το Δεσπότη˙ για πολύ καπάτσες γυναίκες) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Κόρη μου δεν παντρεύεσαι, να πάρεις νέον άντρα;
Kάλλιο να σκάσ' ο μαύρος σου, παρά τον λόγο πού 'πες
((Κόρη μου παντρέψου, να πάρεις καινούργιο σύζυγο;
Καλύτερα να σκάσει το άλογό σου, παρά ο λόγος που είπες))
Σινασσ. -Αρχέλ.
Δούλεψε ξένε μ' δούλεψε, κι εγώ να σε παντρέψω
Πάλε ο ξένος δούλευε στον τόπο για να πάγει
(Δούλεψε ξένε μου δούλεψε, κι εγώ θα σε παντρέψω
Πάλι δούλευε ο ξένος, για να γυρίσει στον τόπο του)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. δοικώ, εβερντώ, ευλογώ :2, νικιαχλαντίζω, παραδώ
Τροποποιήθηκε: 16/05/2025