πάνκα
(ουσ. θηλ.)
πάνκα
[ˈpanka]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. μπάνκα, το οπ. από το τουρκ. ουσ. banka = α) τράπεζα β) πάγκος (< ιταλ. banca), όπου και διαλεκτ. τύπ. panga (Tietze 2016, λ. panga II).
1. Τράπεζα
:
Ένα άνθρωπος μέρα καζαντά έξι γρούσ̑α· τα δυό δίν' τα σο χι̂ριόσι τ', τα δυό θέκνει τα σο πάνκα
(Ένας άνθρωπος κερδίζει την ημέρα έξι γρόσια· τα δύο τα δίνει στο χρέος του, τα δύο τα βάζει στην τράπεζα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Θρανίο
Συνών.
παγκάρι :3
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025