ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάνκα (ουσ. θηλ.) πάνκα [ˈpanka] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. panga = ξύλινος πάγκος των βυρσοδεψών, το οπ. από το τουρκ. ουσ. banko = πάγκος σε κατάστημα (< ιταλ. banco) (Tietze 2016: λ. banko I, panga II).
Θρανίο Συνών. παγκάρι :3