πάνκα
(ουσ. θηλ.)
πάνκα
[ˈpanka]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. panga = ξύλινος πάγκος των βυρσοδεψών, το οπ. από το τουρκ. ουσ. banko = πάγκος σε κατάστημα (< ιταλ. banco) (Tietze 2016: λ. banko I, panga II).
Θρανίο
Συνών.
παγκάρι :3