πανωπίθι
(ουσ. ουδ.)
πανωπίρ'
[panoˈpir]
Αραβαν.
Από το επίρρ. απάνω και το ουσ. πίθος, με αποβ. άτονου αρκτικού φων. και ομαλή για το ιδ. Αραβανίου τροπή μεσοφωνηεντικού [θ]> [r].
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025