πανωπίθι
(ουσ. ουδ.)
πανωπίρ'
[panoˈpir]
Αραβαν.
Από το επίρρ. απάνω και το ουσ. πίθος, με αποβολή άτονου αρκτικού φων. και ομαλή για το ιδίωμα Αραβανίου τροπή μεσοφωνηεντικού [θ]> [r].
Μεγάλο πιθάρι
Συνών.
ληνός