πανώριος
(επίθ.)
πανώριος
[paˈnorʝos]
Σινασσ.
πανώλιο
[paˈnoʎo]
Μισθ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. πανώριος < πανώραιος.
Πολύ όμορφος, μόνο σε άσμ.
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
ένα μικρό μικρούτζικο πανώριο παλληκάρι,
έν' άδικον τον έβαλαν, να πάρουν την καλήν του (Ένα μικρό μικρούτσικο πανέμορφο παλληκάρι,
του έκαναν μια αδικία, να του πάρουν την καλή του) Σινασσ. -Lag. Έσ̑’ και το τσιφτσί του πανώλιον bαλληκάρ’ (Έχει και τον ζευγά του, πανώριο παλληκάρι
(από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς)) Μισθ. -Νίγδελ.Λ.
έν' άδικον τον έβαλαν, να πάρουν την καλήν του (Ένα μικρό μικρούτσικο πανέμορφο παλληκάρι,
του έκαναν μια αδικία, να του πάρουν την καλή του) Σινασσ. -Lag. Έσ̑’ και το τσιφτσί του πανώλιον bαλληκάρ’ (Έχει και τον ζευγά του, πανώριο παλληκάρι
(από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς)) Μισθ. -Νίγδελ.Λ.
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025