παπαδικός ( επίθ.
)
Θηλ.
παπαδική η
[papaðiˈci]
Μαλακ.
Ουδ., Πληθ.
παπαδικά τα
[papaðiˈka]
Φλογ.
...
παπάς (II)
βλ.
μπαμπάς
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025