πάπποτσιτσα
(ουσ. θηλ.)
πάπποτσιτσα
[ˈpapotsitsa ]
Σινασσ.
Από τα ουσ. παππούς, όπου και τύπ. πάππος (και με σημ. ‘νονός’), και τσιτσά.
Νονά
Συνών.
νονός :1
Τροποποιήθηκε: 28/08/2025