ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παπούτσι (ουσ. ουδ.) παπούτσι [paˈputsi] Φάρασ. παπούτσ' [paˈputs] Γούρδ. παπούσ̑' [paˈpuʃ] Αραβαν. μπαbούτζ̑ι [baˈbudʒi] Ουλαγ., Σίλ. μπαbούτσ' [baˈbuts] Ουλαγ. Πληθ. παπούτσ̑α [paˈputʃa] Ανακ., Μισθ., Ουλαγ. παπούτσα [paˈputsa] Φάρασ. παπούτζ̑α [paˈpudʒa] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. παπούτζι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. pabuç (< περσ. pāpūş, pāpōş), όπου και διαλεκτ. τύπ. papuç, babuç και babuc.
Παπούτσι ό.π.τ. : || Φρ. τ͑αχτά παπούτσια (Παπούτσια από ξύλο˙ Τσόκαρα.Πβ. τουρκ.<em> tahta pabuç</em> = τσόκαρο) || Παροιμ. 'ς ένα παπούσ̑' ερυό πρέγια ντε χωρούν (σε ένα παπούτσι δύο ποδάρια δεν χωράνε˙ μην αναγκάζεις κάποιον να κάνει κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ς αν μπαπούτσι δύο ποράδε τζ̑ο χωρούνε (Σε ένα παπούτσι δύο ποδάρια δεν χωράνε˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.