παπούτσι
(ουσ. ουδ.)
παπούτσι
[paˈputsi]
Φάρασ.
παπούτσ'
[paˈputs]
Γούρδ.
παπούσ̑'
[paˈpuʃ]
Αραβαν.
μπαbούτζ̑ι
[baˈbudʒi]
Ουλαγ., Σίλ.
μπαbούτσ'
[baˈbuts]
Ουλαγ.
Πληθ.
παπούτσ̑α
[paˈputʃa]
Ανακ., Μισθ., Ουλαγ.
παπούτσα
[paˈputsa]
Φάρασ.
παπούτζ̑α
[paˈpudʒa]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. παπούτζι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. pabuç (< περσ. pāpūş, pāpōş), όπου και διαλεκτ. τύπ. papuç, babuç και babuc.
Παπούτσι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
τ͑αχτά παπούτσια
(Παπούτσια από ξύλο˙ Τσόκαρα.Πβ. τουρκ.<em> tahta pabuç</em> = τσόκαρο)
|| Παροιμ.
'ς ένα παπούσ̑' ερυό πρέγια ντε χωρούν
(σε ένα παπούτσι δύο ποδάρια δεν χωράνε˙ μην αναγκάζεις κάποιον να κάνει κάτι που είναι πέρα από τις δυνατότητές του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς αν μπαπούτσι δύο ποράδε τζ̑ο χωρούνε
(Σε ένα παπούτσι δύο ποδάρια δεν χωράνε˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.