ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παπουτσλούκ (ουσ. ουδ.) παbουτσ̑λούκ [pabutʃˈluk] Ανακ. παbουτσλούχ [pabutsˈlux] Μισθ. παπουτσ̑λούχ [paputʃˈlux] Αξ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. pabuçluk = χώρος δίπλα στην είσοδο για παπούτσια και παντόφλες.
Μικρός χώρος πριν τη σάλα του σπιτιού για παπούτσια, πανωφόρια κ.τ.ο. ό.π.τ.