παπουτσλούκ
(ουσ. ουδ.)
παbουτσ̑λούκ
[pabutʃˈluk]
Ανακ.
παbουτσλούχ
[pabutsˈlux]
Μισθ.
παπουτσ̑λούχ
[paputʃˈlux]
Αξ., Σινασσ.
παπι̂τσ̑λι̂́χ
[papɯtʃˈʹlɯx]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. pabuçluk = χώρος δίπλα στην είσοδο για παπούτσια και παντόφλες.
Μικρός χώρος πριν την σάλα του σπιτιού για παπούτσια, πανωφόρια κ.τ.ο.
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025