παπουτσλούκ
(ουσ. ουδ.)
παbουτσ̑λούκ
[pabutʃˈluk]
Ανακ.
παbουτσλούχ
[pabutsˈlux]
Μισθ.
παπουτσ̑λούχ
[paputʃˈlux]
Αξ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. pabuçluk = χώρος δίπλα στην είσοδο για παπούτσια και παντόφλες.
Μικρός χώρος πριν τη σάλα του σπιτιού για παπούτσια, πανωφόρια κ.τ.ο.
ό.π.τ.