ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραδεβάζω (ρ.) παραδεβάζω [paraðeˈvazo] Φάρασ. παραδεβάζου [paraðeʹvazu] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. παραδιαβάζω = α) διασκεδάζω β) συζητώ.
1. Παρηγορώ : Ε' ωδέ να με παραδεβάσ' λαΐκκο, να φύ' η χολή μου (Έλα εδώ να με παρηγορήσεις λίγο, να φύγει η οργή μου) Φάρασ. -Ανδρ.
2. Περνάω την ώρα μου, διασκεδάζω
Τροποποιήθηκε: 03/08/2025