παραδεβάζω
(ρ.)
παραδεβάζω
[paraðeˈvazo]
Φάρασ.
παραδεβάζου
[paraðeʹvazu]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. παραδιαβάζω = α) διασκεδάζω β) συζητώ.
1. Παρηγορώ
:
Ε' ωδέ να με παραδεβάσ' λαΐκκο, να φύ' η χολή μου
(Έλα εδώ να με παρηγορήσεις λίγο, να φύγει η οργή μου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
2. Περνάω την ώρα μου, διασκεδάζω
Τροποποιήθηκε: 03/08/2025