παραδεβάζω
(ρ.)
παραδεβάζω
[paraðeˈvazo]
Φάρασ.
Mεσν. ρ. παραδιαβάζω = α) διασκεδάζω β) συζητώ (νεότ. σημ. 'διασκεδάζω, ευχαριστώ κάποιον').
Παρηγορώ
:
Ε' ωδέ να με παραδεβάσ' λαΐκκο, να φυ η χολή μου
(Έλα εδώ να με παρηγορήσεις λίγο, να φύγει η οργή μου)
Φάρασ.
-Ανδρ.