ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραδιώχνω (ουσ. ουδ.) παραδιώχνω [paraˈðʝoxno] Τελμ. Από το μεταγν. ρ. παραδιώκω = κυνηγώ, ακολουθώ
Μόνο σε άσμ., καταδιώκω : || Ασμ. Κάπου τα παιδιά μου, κάπου τα παιδόπουλά μου;
Τούρκοι τα παραδιώχνουν
(Κάπου (είναι) τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου;Τούρκοι τα καταδιώκουν) Τελμ. -Lag.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025