παραδιώχνω
(ουσ. ουδ.)
παραδιώχνω
[paraˈðʝoxno]
Τελμ.
Από το μεταγν. ρ. παραδιώκω = κυνηγώ, ακολουθώ
Μόνο σε άσμ., καταδιώκω
:
|| Ασμ.
Κάπου τα παιδιά μου, κάπου τα παιδόπουλά μου;
Τούρκοι τα παραδιώχνουν
(Κάπου (είναι) τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου;Τούρκοι τα καταδιώκουν) Τελμ. -Lag.
Τούρκοι τα παραδιώχνουν
(Κάπου (είναι) τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου;Τούρκοι τα καταδιώκουν) Τελμ. -Lag.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025