παραδώ
(ρ.)
παραδώ
[paraˈðo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
παρεδώσα
[pareˈðosa]
Φάρασ.
Υποτ.
παραδώσου
[paraˈðosu]
κ.α., Τσουχούρ.
Παθ.
παραδούμαι
[paraˈðume]
Φάρασ.
παραδούμι
[paraˈðumi]
Αφσάρ., Φάρασ.
παρεδούμαι
[pareˈðume]
Φάρασ.
παρεδόθα
[pareˈðoθa]
Φάρασ.
παραδόθα
[paraˈðoθa]
Σατ.
Υποτ.
παραδοθώ
[paraðοˈθo]
Αφσάρ.
Μτχ.
παραδομένου
[paraðoˈmenu]
Φάρασ., Φκόσ.
παρεδομένο
[pareðoˈmeno]
Φάρασ.
παρεδομένο
[pareðoˈmeno]
Αφσάρ.
Μεσν. ρ. παραδῶ, πιθ. από το μεσν. παραδιῶ (με αποβολή ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ. και φων.), το οπ. από το μεσν. ρ. παραδιδῶ με ανομοιωτ. αποβολή του δεύτερου [ð] (βλ. ΙΛΝΕ, λ. δίνω), από το μεταγν. ρ. παραδίδω, το οπ. από το αρχ. παραδίδωμι = α) παραδίδω, προσφέρω β) επιτρέπω.
Παντρεύω
ό.π.τ.
:
Εbέ μου, πόσα χρονώ παραδόθης
(Γιαγιά μου, πόσων χρονών παντρεύτηκες;)
Σατ.
-Παπαδ.
«Σένα να σι παραδώσωμι». Είπιν τζ̑αι του πατισ̑άχου ο υιός: «τζ̑ο παραδούμι»
(«εσένα ας σε παντρέψουμε». Και ο γιος του βασιλιά είπε: «Δεν παντρεύομαι»)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ατσ̑εί σο μελμεκέτι, τα φσ̑όκκα παραδών'καν τα μιτσίκα
(Εκεί στην πατρίδα, τα αγόρια τα πάντρευαν μικρά)
Τσουχούρ.
-VLACH
Σο Βαρασ̑ό α φορά ήτουν α παρεδομένο νομάτ'ς
(Στα Φάρασα μιά φορά ήταν ένας παντρεμένος άνθρωπος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Είνται παραδομένα
(Είναι παντρεμένοι)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Παροιμ.
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι· του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος παίρνει άνεμο˙ Αν κάποιος παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία, δεν θα καταφέρει να τεκνοποιήσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ήμουν μπεκα̈́ρης, ήμουν χονκα̈́ρης· σεμαδεύτα, ενόμουν βεζίρης· παρεδόθα, ενόμουν ρεζίλης
(Ήμουν ανύπαντρος, ήμουν χονκέρης· αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης· παντρεύτηκα, έγινα ρεζίλι˙ ο ελεύθερος, ανύπαντρος άντρας ζει πολύ καλύτερα από τον αρραβωνιασμένο και τον παντρεμένο με τις ποικίλες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δοικώ, εβερντώ, εβλεντίζω, ευλογώ, παντρεύω