ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευλογώ (ρ.) ευλογώ [evloˈɣo] Ποτάμ., Σινασσ. 'βλογώ [vloˈɣo] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Τελμ. οβλογώ [ovloˈɣo] Σινασσ. 'βλογάου [vloˈɣau] Φάρασ. ευλογίζω [evloˈʝizo] Σίλατ. 'βλογίζω [vloˈʝizo] Αξ., Μαλακ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. 'βλοΐζω [vloˈizo] Σίλ. 'βλοΐζου [vloˈizu] Μισθ., Σίλ. 'βκοΐζω [vkoˈizo] Φάρασ. Παρατατ. 'βλόγιζα [ˈvloʝiza] Φλογ. 'βκόισκα [ˈvkoiska] Φάρασ. Αόρ. 'βλόγισα [ˈvloʝisa] Μαλακ. 'βκόησα [ˈvkoisa] Φάρασ. Παθ. 'βλογίζουμαι [vloˈʝizume] Αραβαν. 'βλογίζουμι [vloˈʝizumi] Μαλακ. βλοΐζουμου [vloˈizumu] Σίλ. Αόρ. 'βλογήρα [vloˈʝira] Αραβαν. 'βλογίστα [vloˈʝista] Αξ., Μαλακ., Φλογ. 'βλοΐστα [vloˈista] Μισθ., Σίλ. 'βλογήσ'κα [vloˈʝiska] Σίλ. Μτχ. 'βλοημένο [vloimeno] Αραβαν., Σεμέντρ., Φκόσ. 'βλοημένου [vloiˈmenu] Μισθ., Φάρασ. 'βκοημένο [vkoiˈmeno] Αφσάρ., Φάρασ. 'βγκοημένο [vgoiˈmeno] Φάρασ. Θηλ. 'βλοημένη [vloiˈmeni] Ανακ. Αρχ. ρ. εὐλογέω-ῶ. Ο τύπ. 'βλογώ ήδη μεσν., με ομαλή αποβολή άτονου αρκτ. φων. O τύπ. οβλογώ λόγω εσφαλμένης κατάτμησης με προηγούμενη την κλιτική αντων. το. Oι τύπ. σε -ίζω αναλογ. βάσει του αορ.
1. Ευλογώ ό.π.τ. : 'τον ερούτον παπάς 'βλόγιζεν qαμπρού τα τσόλια και παρασ̑τηκάμενος παίρισ̑κεν τα ασ'παπαδιού τα χέρα και ένα ένα φόρ'νεν τα σο qαμbρό (Όταν ερχόταν ο παπάς, ευλογούσε τα ρούχα του γαμπρού και ο κουμπάρος τα έπαιρνε από τα χέρια του παπά και τα φόραγε ένα ένα στον γαμπρό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ας είνι 'βλοημένου (Ας είναι ευλογημένο· ευχή προς το νέο φεγγάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'ς πάμε τζ̑αι 'μείς να ευξωθούμε να βκοήσ' ο Θεός τό 'ργο μας (Ας πάμε κι εμείς ναπ ροσευχηθούμε να ευλογήσει ο Θεός το έργο μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. 'βγκοημένα μέρες (Ευλογημένες ημέρες˙ Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Παροιμ. Παπάς τα σακάλια τ’ 'βλογά ομπρό (Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του˙ Ο καθένας φροντίζει πρώτα για τον εαυτό του) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Παντρεύω-ομαι ό.π.τ. : Παπάς 'βλογίζ̑' τα (Ο παπάς τους στεφανώνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρ' το νύφ' και φέρ' το σο qαμπρό κονdά και νεκκλησ̑άς νορταλήγα 'βλογίζ' τα (Παίρνει την νύφη και την φέρνει δίπλα στο γαμπρό, και τους παντρεύει στην μέση της εκκλησίας) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σ̑ήμερα να 'βλοήσουν τους τάδε! (Σήμερα θα παντρέψουν τους τάδε) Ανακ. -Κωστ.Α. Σέλ' να 'βλο'ιστεί (Θέλει να παντρευτεί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τη Τζ̑ερετσ̑ή 'βλοΐσταμ' (Την Κυριακή παντρευτήκαμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσίνα 'βλογήρη; (Ποιόν παντρεύτηκε;) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 'γώ ρε 'βλογίζουμου! (Εγώ δεν παντρεύομαι!) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. και τώρα την αγάπη του άλλος θε να την πάρει
- Πές μου κι εσύ απόγρια, και πού την ευλογούνε;
( Και τώρα την αγάπη του θα την παντρευτεί άλλος
-Πές μου κι εσύ γριά, πού την παντρεύουνε;)
Σινασσ. -Αρχέλ.
κι ήρθανε και άλλοι και είπανε 'βλογούν τον ποθητόν σου,
ας τον πάρουν τσι να τον ποίκω, κι ας τον 'βλογούν τίνα ποίκω,
(Kι ήρθανε κι άλλοι κι είπανε παντρεύουν τον αγαπημένο σου.
Ας τον πάρουν και τι να κάνω, ας τον παντρεύουν, τι να κάνω;)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. δοικώ, εβλεντίζω :2, νικιαχλαντίζω, παντρεύω
β. Η μτχ. βλοημένο = παντρεμένος Αραβαν.
3. Ως μτχ. θηλ. ή ουδ. πληθ., η ασθένεια ευλογιά Ανακ. Συνών. ευλογιά :1