ευλογεύω
(ρ.)
'βλογεύω
[vloˈʝevo]
Σίλατ.
Αόρ.
'βλόγεψα
[ˈvloʝepsa]
Σίλατ.
'βλόγιψα
[ˈvloʝipsa]
Μαλακ.
Aπό το ρ. ευλογώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -εύω (πβ. πλανῶ - πλανεύω).