ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευλογεύω (ρ.) 'βλογεύω [vloˈʝevo] Σίλατ. Αόρ. 'βλόγεψα [ˈvloʝepsa] Σίλατ. 'βλόγιψα [ˈvloʝipsa] Μαλακ. Aπό το ρ. ευλογώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -εύω (πβ. πλανῶ - πλανεύω).
Γεννώ ό.π.τ. : Νύφ' μας 'βλόγεψεν (Η νύφη μας γέννησε) Σίλατ. -Χωλόπ.Μ. Συνών. γλυτώνω, τεκνώνω