ευαγγέλιο
(ουσ. ουδ.)
βαgέλιο
[vaˈɟeʎo]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
βαgέλ'
[vaˈɟel]
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ.
βαdζέλ'
[vaˈdzel]
Μισθ., Τσαρικ.
βαdζ̑έλιου
[vaˈdʒeʎu]
Μισθ.
βαgέλι
[vaˈɟeli]
Τελμ.
Πληθ.
γαgέλια
[ɣaˈɟeʎa]
Σίλ.
βαgέλιοσγια
[vaˈɟeʎosʝa]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. βαγγέλιο, το οπ. από το μεταγν. ουσ. εὐαγγέλιον.
1. Ευαγγέλιο
ό.π.τ.
:
Δώδεκα βαgελιού κερί
(Κερί των δώδεκα ευαγγελίων, δηλ. της Μεγάλης Πέμπτης)
Ανακ.
-Cost.
βαγγελιού οβγά
(αβγά ευλογημένα στην εκκλησία την Μ. Πέμπτη, που τσουγκρίζονται το Πάσχα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να το ψάλεις το Κερεκή το Βαgέλιο τούρτσ̑α ας το αγνανdίσουμ'
(Να το διαβάσεις την Κυριακή το Ευαγγέλιο στα τούρκικα να το καταλάβουμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το παιδί μ’ το Βαγγελ’ αν ντο νερό το ψαλλίσκ”
(Το παιδί μου το Ευαγγέλιο το διαβάζει νεράκι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ261
|| Φρ.
Του βαgελιού τάπια
(Του Ευαγγελίου στρογγυλά ψωμιά˙ στρογγυλά κουλούρια που έφτιαχναν την Μεγάλη Παρασκευή)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Βαdζελιού ντου τάπ'
(Ψωμί του ευαγγελίου˙ τσουρέκι της Λαμπρής, με αβγό στην μέση)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Ασμ.
Ψάλλε και συ, πρωτόπαπα, μη χάνεις το βαgέλι
(Διάβαζε κι εσύ πρωτόπαπα, μη χάνεις την σειρά στο ευαγγέλιο) Τελμ. -Lag.
(Διάβαζε κι εσύ πρωτόπαπα, μη χάνεις την σειρά στο ευαγγέλιο) Τελμ. -Lag.
2. Kατά πληθ., η εορτή των Χαιρετισμών της Θεοτόκου
Σίλ.
:
Σε υπάγου στα Γαgέλια
(Θα πάω στους Χαιρετισμούς)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.