ετλίκι
(ουσ. ουδ.)
ετλίκ'
[etˈlik]
Αραβαν., Φλογ.
γετλι̂́χ'
[ʝetˈlɯx]
Σινασσ.
ετλίτ'
[etˈlit]
Σίλ.
Πληθ.
ετλίκια
[etˈlica]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. etlik = προμήθειες κρεατικών υπό μορφήν αλλαντικών. Πβ. το τουρκ. επίθ. etli = α) σαρκώδης, εύσαρκος β) κρεατώδης, φτιαγμένος ή γεμιστός με κρέας.
Προμήθειες κρεατικών υπό μορφήν αλλαντικών όπως σουτζούκι, παστουρμάς, λουκάνικα κλπ.
ό.π.τ.
:
Ετλίκ' να ποίκουμ’ μι φέτ’;
(Αλλαντικά θα φτιάξουμε φέτος;)
Αραβαν.
-Φωστ.
Να κόψει τα γιορόνια τα πρόγατα και να τα κάν’ ετλίκια, να κάν’ σο σπίτι τ’ χειμωνικό το ναφαγά
(Να σφάξει τα γέρικα τα πρόβατα και να τα κάνει παστουρμά, να φτιάξει για το σπίτι τις χειμωνιάτικες προμήθειες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Φέρειναμ’ κ͑ομούρι για να ψήσουμ’ ετλίτ’
(Φέρναμε κάρβουνα για να ψήσουμε κρεατικά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6