εσύ
(αντων.)
εσύ
[eˈsi]
Γούρδ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ.
εσ̑ύ
[eˈʃi]
Αξ., Αραβαν., Ποτάμ.
ισ̑ύ
[iˈʃi]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσαρικ., Φλογ.
συ
[si]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
σ̑υ
[ʃi]
Σεμέντρ., Σίλ.
εσ̑ύνα
[eˈʃina]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ.
ισύνα
[iˈsina]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
ισ̑ύνα
[iˈʃina]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
Γεν.
σου
[su]
Σίλ., Φάρασ.
σ'
[s]
Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
ζ'
[z]
Σίλ.
Αιτ.
εσένα
[eˈsena]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
ισένα
[iˈsena]
Μισθ., Σατ.
εσέ
[eˈse]
Αξ., Αραβαν., κ.α.
εσέν
[eˈsen]
Σινασσ.
σένα
[ˈsena]
Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
σεν
[sen]
Σατ.
σε
[se]
Αξ., Σατ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ.
σι
[si]
Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Τσουχούρ.
σου
[su]
Σίλ.
Πληθ.
εσείς
[eˈsis]
Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
εσ̑είς
[eˈʃis]
Καππ., Σίλ.
ισ̑είς
[iˈʃis]
Μαλακ., Ουλαγ., Φλογ.
εσείτ
[eˈsit]
Μισθ., Φερτάκ.
εσ̑είτ
[eˈʃit]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φερτάκ., Φλογ.
ισ̑είτ
[iˈʃit]
Μισθ., Ουλαγ.
'σείς
[sis]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
'σ̑είς
[ʃis]
Σίλ.
Αιτ.
εσάς
[eˈsas]
Καππ., Φάρασ.
ουσάς
[uˈsas]
Καππ., Φάρασ.
σας
[sas]
Καππ., Σίλ., Φάρασ.
σες
[ses]
Φάρασ.
Μεταγν. προσ. αντων. ἐσύ < ἀρχ. σύ. Ο τύπ. εσείς μεσν. Οι τύπ. αιτιατ. εσένα, εσέ, εσέν, εσάς και σας μεσν. Οι τύπ. εσύνα, ισύνα αναλογ. κατά την αιτ. εσένα. Για το ληκτικό -τ του β΄ πληθ. ο Dawkins (1916: 120) υποθέτει επίδρ. της ρηματ. καταλήξεως β΄ πληθ. -τε. Η σημ. 1δ μεσν. Η θέση του αδύνατου τύπ. ως άμεσου ή έμμεσου αντικ. είναι μετά το ρ., εκτός εάν προηγείται μόριο ή εμφατ. στοιχείο. Στην Σίλλη ο αδύνατος τύπ. ως άμεσο αντικ. τίθεται σε πτώση γενική.
Προσωπική αντωνυμία β΄ προσώπου, εσύ
ό.π.τ.
β.
Κατ' ονομαστ., ως υποκείμενο
ό.π.τ.
:
Βέρα ισύ γκιαλατσέβεις
(Συνέχεια εσύ μιλάς
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ισ̑είτ τσ̑είτι τσ̑ιφτσ̑οί
(Εσείς είστε γεωργοί
)
Μισθ.
-Φατ.
Εσ̑ύ εμέ τι να με ποίκεις;
(Εσύ εμένα τι θα μου κάνεις;
)
Ποτάμ.
-Dawk.
'τον ανεβείς εσ̑ύνα, τραβάς κι εμένα
(Όταν ανεβείς εσύ, τραβάς κι εμένα
)
Σίλατ.
-Dawk.
Ισ̑ύνα ινσάνο 'σαι
(Εσύ είσαι άνθρωπος
)
Φλογ.
-Dawk.
Ισ̑ύ απ' εμέ πολύ να γιασ̑ατίεις
(Εσύ θα ζησεις περισσότερο από μένα
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Δηλαδή ιτιά τώρα δα πήρις τα ισ̑ύνα;
(Δηλαδή αυτά τώρα τα πήρες εσύ;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
σ̑υ σε υπάγεις 'ς τἔνα χουριό
(Εσύ θα πας σ' ένα χωριό
)
Σίλ.
-Dawk.
Σείς πώ λέτε;
(Μα τι λέτε εσείς
)
Φάρασ.
-Dawk.
Εσείς ξέβρετέ το
(Εσείς το γνωρίζετε
)
Τελμ.
-Dawk.
Συ τζ̑ο κατές τα
(Εσύ δεν το καταλαβαίνεις
)
Φάρασ.
-Dawk.
Με συ τουζ ήρτες;
(Μα εσύ με ποιον τρόπο ήρθες;
)
Σατ.
-Παπαδ.
'σείς πάλι να φάτε, να πίτι, να γερντι-έσιτι σα σέτ'ρε ντα μουράζα
(Εσείς πάλι να φάτε, να πιείτε, να πετύχετε αυτά που ποθείτε
)
Αφσάρ.
-Dawk.
Εσ̑είτ να υπάτ'
(Εσείς να πάτε
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αν δεν σας ξινdιρντίσου λίου, εσείτ' γάλια λέτ' τα
(Αν δεν σας προκαλέσω λίγο, εσείς σιγά μην τα πείτε
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εγώ να σας τα ειπώ; Εσείτ χαbάρ' ντεν έχιτ';
(Εγώ να σας τα πω; Εσείς ιδέα δεν έχετε;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
«Ογώ μαναχό μ' τρώου ντυό ορνίχια», λέ', «ισ̑είτ' να πομείτ' νηστικά», λέ'
(«Εγώ μοναχός μου τρώω δύο κοτόπουλα», λέει, «εσείς θα μείνετε νηστικοί», λέει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Εσ̑ύ είπε, εσ̑ύ άκου
(Εσύ μίλα, εσύ άκου
˙
μόνος του τα λέει, μόνος του τ' ακούει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Όρ’σε εσύ νεόγαμπρε, κερνάς το μουσαφίρι
(Έλα εσύ νιόγαμπρε, κέρνα τον μουσαφίρη)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
γ.
Κατ' αιτιατ. ως άμεσο αντικ.
ό.π.τ.
:
Κατεβάσω σένα σο κουγί τσ̑αι πάλι 'α σε βγκάλω
(Θα σε κατεβάσω στο πηγάδι και πάλι θα σε βγάλω
)
Φάρασ.
-Dawk.
Ρέ σου είρι
(Δεν σε είδε
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εσένα σαλντούν σε σα τεχλικαλι̂́δια σα τόπους, να σε öλντϋρντίσουν
(Εσένα σε στέλνουν στους επικίνδυνους τόπους, για να σε σκοτώσουν
)
Τελμ.
-Dawk.
Εσάς ό,τι σας γένν'σε, γκι εκεινό γένν'σε εμέ
(Εσάς όποιος σας γέννησε, γέννησε και εμένα
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Φτύνουν σε ση χαραή
(Σε φτύνουν στο πρόσωπο
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ερ να μη τα πασαρέψεις, σεν παλί ’α σε φά'
(Αν δεν τον πετύχεις, κι έσένα θα σε φάει
)
Σατ.
-Παπαδ.
δ.
Κατ' αιτιατ. ως έμμεσο αντικ.
ό.π.τ.
:
'α σε δώκω ετά
(Θα σου δώσω αυτά
)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ήφ'ρα σε ένα καλό χαϊβάνι
(Σου έφερα ένα καλό ζώο
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Oύλα έπεν ντα εσένα
(Όλα σου τα είπε εσένα
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φόρτουσιν σας, ντοϊστούρσιν εσάς, ωχ ωχ Παναγία μου
(Σας το φόρτωσε, σας ανακάτεψε, ωχ ωχ Παναγία μου
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ να σι φέρου να φας
(Εγώ θα σου φέρω να φας
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να σε δώσω
(Να σου δώσω
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'α σες πω αν γκαdζ̑ί
(Θα σας πω έναν λόγο
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τσις σου τα έσ'κι αυτά;
(Ποιος σου τα έβαλε αυτά;
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
ε.
Κατά γεν. ή αιτιατ. πληθ., ως κτητ. αντων., επιτασσόμενη του ονόματος
:
'α πάρω το γιό σου
(Θα πάρω τον γιο σου
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Aς κοιμηχού σήμερ' ντο σπίτι σ'
(Ας κοιμηθώ σήμερα στο σπίτι σου
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το σπίτ' σας
(Το σπίτι σας
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ηύρετ τα qιζμέτια σας
(Βρήκατε τις τύχες σας
)
Σίλατ.
-Dawk.
'γώ σε πάρου τσ̑ην γκόρη σας
(Εγώ θα πάρω την κόρη σας
)
Σίλ.
-Dawk.
Χριστιανού τα παιδιά γιομώσανε τα ετεgιά τ'νε στάχτ' και να έρτουνε να κουνdήσ̑'νε στάχτ' σα μάτια σας
(Τα παιδιά των Χριστιανών γέμισαν με στάχτη τις φορεσιές τους και θα έρθουν να πετάξουν στάχτη στα μάτια σας
)
Φλογ.
-Dawk.
ζ.
Σε εμπρόθετους προσδιορισμούς
ό.π.τ.
:
Με οι χωρώτοι έχουν 'ς τ' ισένα παράπονο
(Μα οι χωριανοί έχουν με σένα παράπονο
)
Σατ.
-Παπαδ.
Εγώ 'ς εσέ ντε φαΐζουμαι
(Εγώ δεν δέρνομαι από σένα, δεν μπορείς να με δείρεις
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Απ' εσέ μι γεννήχ' ιτό το φσ̑άχ';
(Από σένα γεννήθηκε αυτό το παιδί;
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εγώ απ' εσένα κι άλλο καλό είμαι
(Εγώ είμαι καλύτερος από σένα
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εγώ απ' εσέ 'λεφρό 'μαι
(Εγώ είμαι ελαφρύτερος από σένα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ετό απ' εσέ μεγυσμένο 'ναι
(Αυτός είναι πιο μεθυσμένος από σένα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εγώ απ' εσέ oμbρό ήρτα
(Εγώ ήρθα πιο μπροστά από σένα
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Aπ' εσένα καλά ξέρει να γκιαλαέψ' μισ̑ώτικα
(Ξέρει να μιλήσει καλύτερα μιστιώτικα από σένα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Βάι σι σένα
(Αλίμονο σε σένα
)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Ισύ τσ̑είσι γιατρός, ογώ είπα δου σε σένα, για να 'ου ποίκις καλά δου φσ̑άχι μ'
(Εσύ είσαι γιατρός, εγώ το είπα σε σένα, για να το κάνεις καλά το παιδί μου
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Eκείνο το Γκιουλλιζάρ άλλο να το ανλανdι̂́σ̑' και να έρτσ̑ει 'ντάμα σ'
(Εκείνη η Τριανταφυλλιά θα το καταλάβει πια, και θα έρθει μαζί σου
)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Φρ.
Μπογούλντα να ησυχάσ' απ' ισένα
(Πνίξου να ησυχάσω από σένα
˙
έκφραση δυσαρέσκειας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Νισ̑ά σ’ εσέ και λάβρα σ’ εκείνος
(Φωτιά σε σένα και λάβρα σε εκείνο
˙
για μεγάλη αμαρτία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Τσ̑ένdα το σακκουράφι ση χώρα, τσ̑ένdα τσ̑αι το βι-όνι σε σένα
(Κέντα τη σακκοράφα στους ξένους, κέντα και το βελόνι σε σένα
˙
πριν κάνεις το κακό, δοκίμασε το πρώτα και σε σένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Σύρε σύρε Γιαννάκη μ', μετά σένα δεν παλώ,
κι αν παλώ σου θέκνω σε για να σκεφαλίζω σε (Τράβα φύγε Γιαννάκη μου, με σένα δεν παλεύω,
κι αν παλέψω σε νικώ για να σε αποκεφαλίσω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 - Άμε αρνήστ' τον κύρκο σου κι έλ' ας σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον κύρκα μου, κι έρουμαι μετά σένα (- Άντε αρνήσου τον πατέρα σου κι έλα να σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον πατέρα μου κι έρχομαι μαζί σου) Μαλακ., Ανακ. -Παχτ.
κι αν παλώ σου θέκνω σε για να σκεφαλίζω σε (Τράβα φύγε Γιαννάκη μου, με σένα δεν παλεύω,
κι αν παλέψω σε νικώ για να σε αποκεφαλίσω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 - Άμε αρνήστ' τον κύρκο σου κι έλ' ας σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον κύρκα μου, κι έρουμαι μετά σένα (- Άντε αρνήσου τον πατέρα σου κι έλα να σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον πατέρα μου κι έρχομαι μαζί σου) Μαλακ., Ανακ. -Παχτ.