εσεκτσής
(ουσ. αρσ.)
εσ̑εκτσ̑ής
[eʃekˈtʃis]
Αξ., Αραβ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. eşekçi = γαϊδουρολάτης.
2. Γεωργός που δεν έχει δικό του χωράφι αλλά εργάζεται για άλλον μισιακά
Αξ., Μισθ., Φλογ.