ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εσεκτσής (ουσ. αρσ.) εσ̑εκτσ̑ής [eʃekˈtʃis] Αξ., Αραβ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. eşekçi = γαϊδουρολάτης.
1. Γαϊδουρολάτης, αγωγιάτης ό.π.τ. Συνών. κιρατζής
2. Γεωργός που δεν έχει δικό του χωράφι αλλά εργάζεται για άλλον μισιακά Αξ., Μισθ., Φλογ.
3. Φτωχός Μισθ. Συνών. τσιρτσιπλάχ :2, φουκαράς, φτωχός