φτωχός
(επίθ.)
φτωχός
[fto'xos]
Σινασσ., Φερτάκ.
φτωχό
[fto'xo]
Τελμ.
οφτωχός
[oftοˈxos]
Ανακ., Μαλακ.
οφτωχό
[ofto'xo]
Ποτάμ., Σίλατ.
φτεχός
[fteˈxos]
Φάρασ.
Πληθ.
οφτωχά
[ofto'xa]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ.
Από το μεσν. επίθ. φτωχός, το οπ. από το αρχ. επίθ. πτωχός = ζητιάνος, με ανομ. του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] και ανάπτ. προθετ. [o] λόγω συνεκφοράς με το προηγούμενο αρσ. άρθρ.
Φτωχός
ό.π.τ.
:
Τα οφτωχά μας σπέριξαν κι άλλα πολλά
(Οι φτωχοί συμπολίτες μας έσπειραν περισσότερο)
Ανακ.
-Cost.
Παιδί μ', ενώ εμείς είμεστε οφτωχά, βασιλέας το κορίτσ̑ι του το δίνει;
(Παιδί μου, αφού εμείς είμαστε φτωχοί, ο βασιλιάς θα μας δώσει την κόρη του;)
Ποτάμ.
-Dawk.
Διάβαζαν τραβάγγελο, κάνουν αγιασμό δίνουν ση οφτωχά
(Διάβαζαν το τετραευαγγέλιο, κάνουν αγιασμό δίνουν (ελεημοσύνη) στους φτωχούς)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πότε ψυχομαχάει, μοιράζουμ' στους φτωχούς σαράντα γρόσια
(Όταν ψυχομαχεί, μοιράζουμε στους φτωχούς σαράντα γρόσια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήρτεν ένα φτωχό ναίκα, ντυμένο σα μαύρα
(Ήρθε μιά φτωχή γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Βοήθα με,φτωχέ, να μη γίνω σαν και σε
(Βοήθαμε φτωχέ, να μη γίνω σαν και εσένα˙ Για καιροσκόπους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
εσεκτσής :3, τσιρτσιπλάχ :2, φουκαράς