φτύνω
(ρ.)
φτύνω
[ˈftino]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
φτύνου
[ˈftinu]
Μισθ., Φάρασ.
φτσ̑ύνω
[ˈftʃino]
Αραβαν., Γούρδ.
φτσ̑ύνου
[ˈftʃinu]
Σίλ.
Παρατατ.
έφτσ̑υνα
[ˈeftʃina]
Αραβαν.
φτσένισκα
[ˈftʃeniʃka]
Αραβαν.
φτύνισ̑κα
[ˈftiniʃka]
Φλογ.
εφτσ̑ύνισ̑κα
[efˈtʃiniʃka]
Τελμ.
Αόρ.
έφτυσα
['eftisa]
Μαλακ.
έφτσ̑υσα
[ˈeftʃisa]
Αραβαν., Σίλ.
έφτ'σα
[eftsa]
Φλογ.
Υποτ.
φτσ̑ύσω
[ˈftʃso]
Τελμ.
Προστ.
φτύσι
[ˈftisi]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. φτύνω, το οπ. από το αρχ. ρ. πτύω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] και μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -νω.
1. Φτύνω, εκτοξεύω σάλιο
ό.π.τ.
:
Φτσ̑ύνουν ντου οπ' ρώρεκα φοράς άντρας κι 'εναίκα
(Ο άντρας και η γυναίκα τον φτύνουν δώδεκα φορές)
Σίλατ.
-Dawk.
Μη φτσύεις κάτου
(Μη φτύνεις κάτω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Φάιζαν και φτύνισ̑καν απενανdάλλο
(Έδερναν και έφτυναν ο ένας τον άλλο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
|| Φρ.
Φτύνου τσι μιά, χολή, χολή μ' ντε καταβαίν'
(Φτύνω και μιά, η χολή μου δεν κατεβαίνει˙ Εξακολουθώ να είμαι πολύ στενοχωρημένος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Εκφράζω περιφρόνηση, αποστροφή ή αποδοκιμασία φτύνοντας κάποιον
ό.π.τ.
:
Και όσον κι είδεν το παιδί, το να το φτσ̑ύσ̑΄ σον ντόπο, χεμ δέκεν ντο κι έφαγεν, χεμ φίλ'σεν τζ̑ην
(Και όταν την είδε το αγόρι, αντί να τη φτύσει, της έδωσε φαγητό και έφαγε και την φίλησε)
Τελμ.
-Dawk.
Και γκελέν gετσ̑έν, εφτσ̑ύνισ̑κεν ένα μπαχλάμ
(Και καθώς ήρθε και πέρασε θα τους έφτυνε)
Τελμ.
-Dawk.
Κόσμος κ͑ινάτ'σεν τα, έφτ'σεν κι αναθεμάτ'σεν
(Ο κόσμος τον κατέκρινε, τον έφτυσε και το αναθεμάτισε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τ' άλλα έφτσ̑υναν και πέρναναν
(Οι άλλοι με έφτυναν και πέρναγαν)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Φρ.
Φτύνουν σε ση χαραή, τσαι συ λες τι βρέσ̑ει
(Σε φτύνου στο πρόσωπο, κι εσύ λες ότι βρέχει ˙ Για τους αναίσθητους και ξεδιάντροπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Να φτύσ' πανουφόρου, ξει'ά σα γένε σου· να φτύσ' κατουφόρου, ξει'ά σον γκόφα σου
(Να φτύσεις προς τα πάνω, γλιστράει στα γένια σου· να φτύσεις προς τα κάτω, γλιστράει στον κόρφο σου˙ Η κακολογία σου τελικά θα επιστρέψει σε σένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.