ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτύνω (ρ.) φτύνω [ˈftino] Αξ., Μαλακ., Φλογ. φτύνου [ˈftinu] Μισθ., Φάρασ. φτσ̑ύνω [ˈftʃino] Αραβαν., Γούρδ. φτσ̑ύνου [ˈftʃinu] Σίλ. Παρατατ. έφτσ̑υνα [ˈeftʃina] Αραβαν. φτσένισκα [ˈftʃeniʃka] Αραβαν. φτύνισ̑κα [ˈftiniʃka] Φλογ. εφτσ̑ύνισ̑κα [efˈtʃiniʃka] Τελμ. Αόρ. έφτυσα ['eftisa] Μαλακ. έφτσ̑υσα [ˈeftʃisa] Αραβαν., Σίλ. έφτ'σα [eftsa] Φλογ. Υποτ. φτσ̑ύσω [ˈftʃso] Τελμ. Προστ. φτύσι [ˈftisi] Μαλακ. Από το μεσν. ρ. φτύνω, το οπ. από το αρχ. ρ. πτύω με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] και μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -νω.
1. Φτύνω, εκτοξεύω σάλιο ό.π.τ. : Φτσ̑ύνουν ντου οπ' ρώρεκα φοράς άντρας κι 'εναίκα (Ο άντρας και η γυναίκα τον φτύνουν δώδεκα φορές) Σίλατ. -Dawk. Μη φτσύεις κάτου (Μη φτύνεις κάτω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Φάιζαν και φτύνισ̑καν απενανdάλλο (Έδερναν και έφτυναν ο ένας τον άλλο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425 || Φρ. Φτύνου τσι μιά, χολή, χολή μ' ντε καταβαίν' (Φτύνω και μιά, η χολή μου δεν κατεβαίνει˙ Εξακολουθώ να είμαι πολύ στενοχωρημένος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Εκφράζω περιφρόνηση, αποστροφή ή αποδοκιμασία φτύνοντας κάποιον ό.π.τ. : Και όσον κι είδεν το παιδί, το να το φτσ̑ύσ̑΄ σον ντόπο, χεμ δέκεν ντο κι έφαγεν, χεμ φίλ'σεν τζ̑ην (Και όταν την είδε το αγόρι, αντί να τη φτύσει, της έδωσε φαγητό και έφαγε και την φίλησε) Τελμ. -Dawk. Και γκελέν gετσ̑έν, εφτσ̑ύνισ̑κεν ένα μπαχλάμ (Και καθώς ήρθε και πέρασε θα τους έφτυνε) Τελμ. -Dawk. Κόσμος κ͑ινάτ'σεν τα, έφτ'σεν κι αναθεμάτ'σεν (Ο κόσμος τον κατέκρινε, τον έφτυσε και το αναθεμάτισε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τ' άλλα έφτσ̑υναν και πέρναναν (Οι άλλοι με έφτυναν και πέρναγαν) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Φτύνουν σε ση χαραή, τσαι συ λες τι βρέσ̑ει (Σε φτύνου στο πρόσωπο, κι εσύ λες ότι βρέχει ˙ Για τους αναίσθητους και ξεδιάντροπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Να φτύσ' πανουφόρου, ξει'ά σα γένε σου· να φτύσ' κατουφόρου, ξει'ά σον γκόφα σου (Να φτύσεις προς τα πάνω, γλιστράει στα γένια σου· να φτύσεις προς τα κάτω, γλιστράει στον κόρφο σου˙ Η κακολογία σου τελικά θα επιστρέψει σε σένα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.