φυγώτης
(ουσ. αρσ.)
φυγώτ'ς
[fiʹɣots]
Φάρασ.
Από το ρ. φεύγω και το παραγωγ. επίθμ. -άτος. Για τον σχηματ. πβ. φύγωμα.
Φυγάς
:
Ήρτα φυγώτ'ς, ήρτα να γλυτώσω 'σ' τις Τούρτζ̑οι μη με πιέσουν!
(Ήρθα φυγάς, ήρθα να γλυτώσω από τους Τούρκους, να μη με πιάσουν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.