φύλλωμα
(ουσ. ουδ.)
φύωμα
[ˈfioma]
Φάρασ.
Μεταγν. ουσ. φύλλωμα με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l].
Φύλλωμα, τα φύλλα των δέντρων
Φάρασ.