φυσώ
(ρ.)
φυσώ
[fiˈso]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ.
φυσάου
[fiˈsau]
Φάρασ.
φουσώ
[fuˈso]
Ανακ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ.
Προστ.
φύσα
[ˈfisa]
Μισθ.
φούσα
[ˈfusa]
Μαλακ., Φλογ.
Παρατατ.
φύσεινα
[ˈfisina]
Γούρδ.
φούσεινα
[ˈfusina]
Ανακ.
φύσανα
[ˈfisana]
Μισθ.
Αόρ.
φούσησα
[ˈfusisa]
Μαλακ., Φλογ.
φύσησα
[ˈfisisa]
Γούρδ., Φάρασ.
φύσ'σα
[ˈfisa]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. φυσάω-ῶ.
1. Φυσώ, βγάζω αέρα από το στόμα μου
ό.π.τ.
:
Φύσησεν τη ναίκα στο μύτη
(Φύσηξε στης γυναίκα τη μύτη)
Φάρασ.
-Dawk.
Φύσα να γήψει νισ̑ά να ποίκουμ’ ντου ψωμί
(Φύσα να ανάψει η φωτιά να κάνουμε ψωμί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Φύσαναν, σβήνιξαν λάμbα
(φυσούσαν (και) έσβηναν τη λάμπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Άι-Γιώργη μ' φύσα το, αν έν' χτερ' κύλα το
(Άι-Γιώργη μου φύσα το, αν είναι πέτρα κύλα το˙ Επωδός για σκουπιδάκι που μπήκε στο μάτι)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
Φουσά το και δεν παγών'
(Το φυσάει και δεν κρυώνει˙ Δεν μπορεί να συνέλθει από πάθημά του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Ασ' το γάλα κάγεν το στόμα τ’ και τ’ αριάς φυσά και πσ̑ίν’ ντο
(Από το γάλα κάηκε το στόμα του, και το αριάνι το φυσά και το πίνει˙ Για την υπερβολική λήψη προληπτικών μέτρων εξαιτίας προηγούμενης αποτυχίας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ς ωτί του φούσησεν δυό καρβώνια
(Στο αφτί του φύσηξε δυο κάρβουνα˙ Έβαλε φιτίλια, συκοφάντησε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Φυσώ αέρα σε πνευστό όργανο
Σινασσ., Τσουχούρ., Φλογ.
:
Φουσά το ντϋdΰκ
(Φυσάει την φλογέρα)
Φλογ.
-Dawk.
Φυσά το qαβάλι
(Φυσά τη φλογέρα)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Φύσ'σεν συρίχτρα δύο φοράς
(Φύσηξε τη σφυρίχτρα φύο φορές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
3. Στο γ’ εν., για αέρα, πνέει
Καππ.
:
Ασ' ση Σίλατα φουσά
(Φυσάει από τα Σίλατα, δηλ. από τα δυτικά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Φύσ’σεν ο νότος
(Φύσηξε ο νοτιάς)
Καππ.
-Αινατζ.
Ίξου φυσά κυριός
(Έξω φυσάει αέρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φουσά άνομος
(Φυσάει άνεμος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
λαλώ