ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φύλλο (ουσ. ουδ.) φύλλο [ˈfilo] Ανακ., Αξ., Αραβ., Γούρδ., Τζαλ., Φλογ. φύλλου [ˈfilu] Μισθ., Σίλ. φύο [ˈfiο] Φάρασ. φύου [ˈfiu] Φάρασ. Πληθ. φύλλα [ˈfila] Αξ., Μισθ. φύα [ˈfia] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Αρχ. ουσ. φύλλον. Οι τύπ. φύο, φύου, φύα με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l] (βλ. Ανδριώτης 1948: 30).
1. Φύλλο φυτού ό.π.τ. : Αμbελιού φύλλο (Του αμπελιού το φύλλο) Αξ. -Dawk. Μπαμπατσιού ου φύλλου (Του βαμβακιού το φύλλο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έbαρ’ α φύο τζ̑αι θέκ’ τα σο φτάλμι σου, α ’ινεί καό (Βάλε ένα φύλλο και βάλ’ το στο μάτι σου, θα γίνει καλά) Φάρασ. -Dawk. Κι αν φυτρώσ̑’ και βγάλλ’ φύλλα και ντώκ’ σταφύλια το νιέται νύφ' το κορίτσ̑’ να το πάρουμ’ εμείς (Κι αν φυτρώσει και βγάλει φύλλα και δώσει σταφύλια, το κορίτσι που παντρεύεται θα το πάρουμε εμείς· από παραμ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κάθι μέρα βγάλλ' τσ' ένα φύλλου, ξενώρ' (Κάθε μέρα βγάζει κι ένα φύλλο, ξεραίνεται) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Αμ ντου μεραπού τα φύα πουἀ (Σαν της αχλαδιάς τα φύλλα πολλά˙ Ως ευχή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ατέ τρώ’ τσ̑αι του κρομμυδού τα φύα (αυτός τρώει και του κρεμμυδιού τα φύλλα˙ για τους λαίμαργους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σαμού α κουπώσουν ντα κάdζ̑αρα τα φύα τουν (Όταν ρίξουν οι κέδροι τα φύλλα τους˙ Ποτέ, γιατί ο κέδρος είναι αειθαλές δέντρο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γέναμε φύλλα και φτερά (Γίναμε φύλλα και φτερά˙ Σκορπίσαμε σαν τα φύλλα και τα φτερά που παρασέρνει ο άνεμος) Ανακ. -Κωστ.Α. Έχω α χαβάχι, χίρ ο νώμος του έσει δώδεκα φύα (Έχω μιά λεύκα, κάθε κλωνάρι του έχει δώδεκα φύλλα˙ Το Ευαγγέλιο με τους δώδεκα Αποστόλους) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Η ρίζα ήτο σε και κλώνια τα παιδιά σου, τα φύλλα του τα 'νgόνια σου τα θέλει να σκορπισθούνε (Η ρίζα ήσουν εσύ και κλωνάρια τα παιδιά σου, τα φύλλα τα εγγόνια σου που θα σκορπιστούνε) Καππ. -Αινατζ.
2. Μαλακό περίβλημα καρπών, φλούδα ή τσόφλι Ανακ., Αξ., Αραβ., Μισθ., Φάρασ. : Σέρεψαν κρομμυού τα φύλλα (Μάζεψαν του κρεμμυδιού τις φλούδες) Αξ. -Dawk. Του αβγού το φύλλο (Του αβγού το τσόφλι) Ανακ. -Κωστ.Α. Γειτόνισσα τ' σέριξιν κρομμυϊού δαα φύλλα (Η γειτόνισα πετούσε του κρεμμυδιού τα φύλλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Ο σοφούς τα κρομμύδε τζ̑ο τρώ’ τα, σαμού τα βρίστσ̑ει τσ̑αι τα φύα του bάλι τζ̑ο ’φήνει τα (Ο φτωχοϋπερήφανος τα κρεμμύδια δεν τα τρώει, άμα τα βρίσκει και τα φύλλα τους ακόμη τ’ αφήνει˙ Για τους δήθεν καλομαθημένους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. σούφι, φλοίδι :1
β. Ειδικότ., ο ντολμάς Φάρασ.
3. Λεπτό και πλατύ στρώμα ζύμης ως βάση ή ως κάλυμμα σε γλυκά ή πίτες Σίλ. : || Φρ. Φύλλου τζ̑υριού (Φύλλο τυριού˙ Είδος τυρόπιτας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. οκλαβού
4. Φύλλο χαρτιού Σίλ., Φάρασ. : Ένα φύλλου χαρτσ̑ί (Ένα φύλλο χαρτί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. χαρτίο