ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκλαβού (ουσ. θηλ.) οκλαβού [oklaˈvu] Μισθ. οκλαού [oklaˈu] Μισθ. οκλαγού [oklaˈɣu] Φλογ. οχλαγού [oxlaˈɣu] Σίλατ., Σινασσ. οχλαού [oxlaˈu] Ανακ., Φάρασ. αχλαβού [axlaˈvu] Φάρασ. αχλαού [axlaˈu] Φάρασ. χγιαού [xjaˈu] Φκόσ. χγιεού [xʝeˈu] Αφσάρ. λοκλαγού [loklaˈɣu] Μαλακ. οκλαγι̂́ [oklaˈɣɯ] Αξ., Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. oklava, όπου και διαλεκτ. τύπ. oklavu, ohlağı. O τύπ. λοκλαγού πιθ. και με επίδρ. του τουρκ. ουσ. loğ = κύλινδρος, καρούλι. Η λ. και Θράκ. Ιων. Λιβύσσ. Πόντ.
1. Πλάστης ό.π.τ. : Φύι μι σι φαήσου μι ντου οκλαβού (Φύγε μη σε χτυπήσω με τον πλάστη) Μισθ. -Κοτσαν. Έιξαμ' γίσο οκλαβού για δά πασλαμάϊα (Είχαμε ίσιο πλάστη για τις πίτες) Μισθ. -Κοτσαν. Mε το οκλαού άνοιζαμ' του (Με τον πλάστη το ανοίγαμε, ενν. το ζυμάρι) Μισθ. -VLACH Είσ̑εν το κούσ̑ι κονdά τ'ς, το σ̑ατσ̑ι ση νιστίαν πάνου, την αχλαβού χαζίρι (Είχε την ξύλινη σκάφη κοντά της, το σάτσι στη φωτιά επάνω, τον πλάστη έτοιμο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κούρτα την αχλαβού, 'ς πα' κάτου (κατάπιε τον μπλάστρη, ας πάει κάτω˙ ως συμβουλή σε κάποιον θυμωμένο να μην ξεστομίσει προβλητικά λόγια και να μην συνεχίσει την διαμάχη με κάποιον ) -Λουκ.Λουκ.
2. Φύλλο ανοιγμένο με τον πλάστη Σίλατ. Συνών. φύλλο