οϊουκτίζω
(ρ.)
οϊουκτίζου
[oiuˈktizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. ürkmek = α) τρομάζω κάποιον β) νιώθω τρόμο.
Τρομάζω
:
Μέν οϊουκτίζεις ντα πράμαδα
(Μην τρομάζεις τα ζώα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κορκουντίζω, σασαλαντώ :1, φοβερίζω