οϊουκτίζω
(ρ.)
οϊουκτίζου
[ojuˈktizu]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ. ürkmek, αόρ. ürkti = για ζώα, τρομάζω, σκιάζομαι.
Τρομάζω
:
Μέν οϊουκτίζεις ντα πράμαδα
(Μην τρομάζεις τα ζώα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κορκουντίζω, σασαλαντώ :1, φοβερίζω
Τροποποιήθηκε: 01/09/2024