οζατίζω
(ρ.)
οζα̈τίζω
[ozæˈtizo]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Από τον αόρ. του τουρκ. διαλεκτ. ρ. özemek = λιώνω, αραιώνω (Tietze 2019: λ. öze- 1).