ογρατιέσιμο
(ουσ. ουδ.)
γρατιέσιμα
[ɣratiˈesima]
Φάρασ.
γρατιέσ'μα
[ɣratiˈesma]
Φάρασ.
Από το ρ. ογρατίζω, όπου και τύπ. ογρατι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Επίσκεψη, συνάντηση
Συνών.
γιοκλάντημα :2, γιολαχλάτημα