ογρατίζω
(ρ.)
ογρατίζω
[oɣraˈtizo]
Μαλακ.
γρατώ
[ɣraˈtο]
Σίλ.
qρατώ
[qraˈto]
Φλογ.
γρατιέω
[ɣratiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
ογράτ'σα
[oˈɣratsa]
Μαλακ.
γράτ'σα
[ˈɣratsa]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ογρατίζω (Mackridge 2021: 131), το οπ. από τον αόρ. uğradı του τουρκ. ρ. uğramak = επισκέπτομαι έναν τόπο, διέρχομαι από κάπου, όπου και διαλεκτ. τύπ. oğramak.
1. Διέρχομαι από κάπου, φθάνω κάπου, σταματώ κάπου
ό.π.τ.
:
Ως παγαίν-νει τσ̑η στράτα, γρατά τἔνα qαϊβέ
(Καθώς πηγαίνει στον δρόμο, φθάνει σε ένα καφενείο)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τσ̑άπου 'α φυσήσει αν άνεμος, γρατιέ σε μένα!
(Απ' όπου κι αν φυσήξει άνεμος, καταλήγει σε μένα!˙ Διαμαρτυρία όσων αισθάνονται ότι μονίμως κατηγορούνται άδικα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
διαβάζω :4, διαβαίνω :1, περνώ :1
2. Συναντώ
Σίλ., Φάρασ.
:
Τόινα η ναίκα, σαμού ερχούτουν, γράτ͑σε λιέγα χωρώτοι
(Η μία γυναίκα, όταν ερχόταν, συνάντησε μερικούς χωρικούς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Παρπάτ'σ’ ’α ημέρα παρπάτ'σ’ δύο ημέρες, κανείνα τζ̑ο γκράτ'σε
(Περπάτησε μία μέρα, περπάτησε δύο μέρες, κανέναν δεν συνάντησε)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Α ημέρα φότες ερχούτουν σο σπίτι μο τις φκακούδες γράτσε λιέγα φσ̑όκκα σκοτώνκαν μο τα θάλε τσε μο τα ραβντόκκα αν γκουλαdζόκκο
(Μια μέρα που ερχόταν στο σπίτι με τα στραγάλια συνάντησε μερικά παιδιά που χτυπούσαν με τις πέτρες και με τα ραβδἀκια ένα φιδάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
β.
Πέφτω, περιέρχομαι σε μιά δύσκολη κατάσταση
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Έφυγαμ' 'σ' ση βρεσ̑ή, γράτ'σαμ' σο κουκούδι
(Διαφύγαμε από τη βροχή, πέσαμε στο χαλάζι
˙
Όταν πέφτουμε από την μία καταστροφή στην άλλη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Να γρατι-έσω του Ἀι Βασίλη το χίσ̑μι
(Να πέσω στην οργή του Άι Βασίλη
˙
όρκος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.