διαβαίνω
(ρ.)
διαβαίνω
[ðʝaˈveno]
Σινασσ.
δεβαίνω
[ðeˈveno]
Φάρασ.
δεβαίνου
[ðeˈvenu]
Αφσάρ.
γεβαίνου
[ʝeˈvenu]
Σίλ.
Παρατατ.
δεβαίνκα
[ðeˈvenka]
Φάρασ.
γεβινόσ'κα
[ʝeviˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
διέβην
[ðiˈevin]
Τελμ.
δέβα
[ˈðeva]
Σατ., Φάρασ., Φλογ.
γέβ'κα
[ˈʝevκa]
Σίλ.
γέβ'γκα
[ˈʝevga]
Σίλ.
γέφ'κα
[ˈʝefκa]
Σίλ.
Υποτ.
ντιαβώ
[dʝaˈvo]
Αξ.
γεβώ
[ʝeˈvo]
Σίλ.
Υποτ.
'εβώ
[eˈvo]
Σίλ.
δεβάσω
[ðeˈvaso]
Φάρασ.
δεβώ
[ðeˈvo]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
δέβου
[ˈðevu]
Καππ.
δέου
[ˈðeu]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
δεβάτε
[ðeˈvate]
Καππ.
Αρχ. ρ. διαβαίνω. Η μτχ. διαβάζονdας ως αποτέλεσμα της πιθανής μορφολ. και σημασ. σύμφυρσης των ρ. διαβάζω και διαβαίνω.
1. Διέρχομαι, διασχίζω, περνώ μέσα από κάποιον τόπο ή πάνω από κάποιο φυσικό εμπόδιο
ό.π.τ.
:
Αδού σο χωρίον παρακατικ͑ό είνdαι δύο κάdζ̑ε τζ̑αι 'πο 'νἀμεσα τουν δεβαίνει αν τσ̑ουβάιδι
(Σ' αυτό το χωριό παρακάτω είναι δυο βράχια κι απ' ανἀμεσά τους περνά ένα ρυάκι)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Τιας κάτ' γεβαίν' οπόξου τσ̑ις έν';
(Αυτός που περνά απ' έξω ποιος είναι;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τὄιναν τη μία, 'φότες δεβαίνκα 'σ' την π͑αβλίκ͑α του πάγουμ πιέσαν με πενdέξι Γουανόκκα
(Την μιά φορά, ενώ περνούσα από την φάμπρικα του πάγου, με πιάσανε πεντέξι Τουρκάκια)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
To σ̑οιρίδι, τζας δεβαίνκε 'σ' τον άσ̑λανο μπρο, 'υρίστη τον κών' του
(Το γουρούνι, καθώς περνούσε μπροστά από το λιοντάρι, του γύρισε τον κώλο του)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Τσ̑ις 'του αυτός γέβ'κι;
(Ποιος ήταν αυτός που πέρασε;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το τσ̑ουβάιδι κατεβάζει πολύ νερό τζ̑αι κούτζ̑ιλα ντέβαμ' 'γκνένdα
(Το ρυάκι κατεβάζει πολύ νεό και δύσκολα περάσαμε απέναντι)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Να γεβούσ̑ι οπ' τουν Άι-Λια
(Να περάσουν απ' τον Άι-Λια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δέου 'σ' τ' α̈ν καό παχτσ̑άς
(Πέρνα από έναν καλό κήπο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
'σ' το φόβο τουνε απιτσ̑εί τη στράτα χετς τζ̑o δεβαίνκαν
(Από τον φόβο τους δεν περνούσαν καθόλου από εκείνο τον δρόμο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Πήγαν να ντιαβούν ασ' καργιά τ'
(Πήγαν να διαβούν από την καρδιά του˙ πήγαν να τον παρηγορήσουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ασ' που να ειπεί «Να μ' εύχεσθε!», εννιά βουνιά διέβη
( Μέχρι να πει «Να μ' εύχεστε», εννιά βουνά πέρασε)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Οχτώ διαβγάται διέβαν
(Οχτώ διαβάτες περάσαν)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
διαβάζω :4, ογρατίζω, περνώ :1
β.
Μτφ., έχω επιτυχία
Φάρασ.
:
Δεβαίνουνε τα ψέματα
(«Περνάνε» τα ψέματα
)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Φρ.
Ας πα δεβεί
(Ας πάει να γίνει
˙
ας γίνει)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Δέβην το ζυμάρι
(Πέρασε το ζυμάρι
˙
φούσκωσε το ζυμάρι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Äρ να δεβαίνκεν η κατάρα, χα ψοφήσει ο βασιλός
(Αν έπιανε η κατάρα, θα ψοφούσε ο βασιλιάς
˙
οι κατάρες δεν πιάνουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
γ.
Μτφ., αντιπαρέρχομαι, αδιαφορώ
Φάρασ.
:
Το χοκ͑ουμέτ͑ι απιδού 'ς τό 'ργο σας τζ̑ο δεβαίνει
(Το κράτος δεν θα αφήσει έτσι αυτό που κάνατε
)
-Θεοδ.Ιστ.
Τα φρόνιμα τα τέκνα 'σ' τον τατάν τουν τζ̑αι 'σ' τη μα τουν τζ̑ο δεβαίνουν 'αν τεσένα
(Τα φρόνιμα τα παιδιά, δεν αδιαφορούν για τον πατέρα τους και τη μητέρα τους όπως εσύ
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Πηγαίνω, μεταβαίνω, φεύγω
ό.π.τ.
:
Γέφ'κι παπάς Κωσταντίνος και Ελένη τα τιλέψ̑ουσ̑' του σταυρό
(Πήγαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγ. Ελένη να ζητήσουν τον Τίμιο Σταυρό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δέβου σό 'ργο σου, μη βρίσω αν κ͑άμι βρισία
(Πήγαινε στην δουλειά σου, μην σε βρίσω άσχημα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Γεβαίνει χολή του
(Περνάει η χολή του˙ περνάει ο θυμός του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Δέου σην 'πουκάου!
(Πήγαινε στην αποκάτω!˙ πήγαινε στον εξαποδώ!)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
|| Παροιμ.
Ο φρόνιμος σώστου να νανοστεί, ο δομένος κρού' τσ̑αι δεβαίνει
(Ο φρόνιμος ώσπου να σκεφτεί, ο τρελός χτυπά και περνά˙ για τους σχολαστικούς, που ψειρίζουν τα πράγματα, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, με αποτέλεσμα να χάνουν από άλλους που δεν σκέφτονται τόσο πολύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
πατώ :3, πηγαίνω
β.
Για χρονικό διάστημα, παρέρχομαι
Αφσάρ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Δεβαίνει ο ταρός
(Περνά ο καιρός
)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Δέβη δεκαπένdε χρόνες
(Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια
)
Φάρασ.
-Dawk.
Χάρε σως της Παναϊάς μαύρα σταφύλα τζ̑ο τρώνκαμι· σάμου δεβαίνκινι η 'ορτή ς Παναϊάς υστερίκου μας 'φήνκανι να φάμι
(Από τώρα ως της Παναγίας δεν τρώγαμε μαύρα σταφύλια· όταν πέρναγε η γιορτή της Παναγίας ύστερα μας άφηναν να φάμε
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Νά 'ρτ' ο ταρός να δεβούν τα τάρτε μου
(Nα έρθει ο καιρός να περάσουν οι στεναχώριες μου
)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Δέβαν πέντα ημέρες του έβκαν 'σ' το βαπόρι
(Πέρασαν πέντε μέρες από τότε που βγήκαν από το βαπόρι
)
Σατ.
-Παπαδ.
Το σαχάτι δέβην, το παπόρ' θέλ' να φύ', για τζ̑ο περπατεί
(Η ώρα πέρασε, το βαπόρι θέλει να φύγει, αλλά δεν προχωρεί
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Πολύς καιρός κε πέρασε, πολύς καιρός κε διέβη
(Πολύς καιρός δεν πέρασε)
Σινασσ.
-Lag.
Παλό χρόνος, ε Χριστενοί, δεβαίνει, έρτσ̑εται ο ταζός τζ̑αι τα γατιένει
(Ο παλιός χρόνος, ε Χριστιανοί, φεύγει, έρχεται ο νέος και τον διώχνει)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
γ.
Μτφ., παύω να ισχύω
Φάρασ.
:
Α νομάτ', σαμού χάνεdαι τζ̑αι αρούdαι, η 'μασία δεβαίνει;
(Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει και ξαναζεί, ο όρκος που έχει δώσει ακυρώνεται;
)
Φάρασ.
-Dawk.
3. Περνώ κάποιο χρονικό διάστημα ή βιώνω μιά κατάσταση
ό.π.τ.
:
Καλά γεβαίνου
(Περνώ καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
Οπ' εύρω πέτρα κάθημαι και τον καιρό διαβαίνω
(Όπου βρω πέτρα κάθομαι και τον καιρό περνάω)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
διαβάζω :3
4. Προσπερνώ, νικώ (σε αγώνισμα δρόμου)
Σίλ.
:
Ρυό μας έτρεξαμ', 'γώ γέφ'κα
(Παραβγήκαμε οι δυό μας στο τρέξιμο, εγώ (τον) πέρασα)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.