ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διαβολίκι (ουσ. ουδ.) Πληθ. γιαβολούκ̇ια [ʝavoˈlukʝa] Ουλαγ. Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. γιάβολος, και το παραγωγ. επίθ, -ίκι (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διαβολίκι).
Μόνο κατά πληθ., διαβολιές, πονηριές : Μέσα σ' όξω σ' γιαβολούκ̇ια (Οι διαβολιές είναι και μέσα σου και γύρω σου) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. δεβοσύνη, διαβολιά :1, τερτίπι :2, χιλέ