διαβολίκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
γιαβολούκ̇ια
[ʝavoˈlukʝa]
Ουλαγ.
Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. γιάβολος, και το παραγωγ. επίθ, -ίκι (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διαβολίκι).
Μόνο κατά πληθ., διαβολιές, πονηριές
:
Μέσα σ' όξω σ' γιαβολούκ̇ια
(Οι διαβολιές είναι και μέσα σου και γύρω σου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
δεβοσύνη, διαβολιά :1, τερτίπι :2, χιλέ