διαπλυνίσκω
(ρ.)
γιαπλυνίσ̑κω
[ʝapliˈniʃko]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. διαπλύνω = πλένω καλά και το επίθμ. -ίσκω.
Ξεπλένω σιτάρι