διάφορο
(ουσ. ουδ.)
διάφορο
[ˈðʝaforo]
Σινασσ.
διάφουρου
[ˈðʝafuru]
Μαλακ.
διάφορος
[ˈðʝaforos]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. διάφορον = α) διαφορά, διαφωνία β) έξοδα, δαπάνες, από ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. διάφορος = α) διαφορετικός β) σημαντικός γ) κερδοφόρος. Η σημ. 2 μεταγν. Ο τύπ. διάφορος αναλογ. κατά το κέρδος, ήδη μεσν. (ΙΛΝΕ, λ. διάφορο).