ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διάφορο (ουσ. ουδ.) διάφορο [ˈðʝaforo] Σινασσ. διάφουρου [ˈðʝafuru] Μαλακ. διάφορος [ˈðʝaforos] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. διάφορον = α) διαφορά, διαφωνία β) έξοδα, δαπάνες, από ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. διάφορος = α) διαφορετικός β) σημαντικός γ) κερδοφόρος. Η σημ. 2 μεταγν. Ο τύπ. διάφορος αναλογ. κατά το κέρδος, ήδη μεσν. (ΙΛΝΕ, λ. διάφορο).
1. Κέρδος ό.π.τ. Συνών. απολαβή :1, καζάντισμα, κιάρι
2. Τόκος Μαλακ., Σινασσ. Συνών. φαΐζι :1