διάτανος
(ουσ. αρσ.)
διάτανος
[ˈðʝatanos]
Σινασσ., Φάρασ.
Κλητ.
διάτανε
[ˈðʝatane]
Σινασσ.
Από συμφυρ. των ουσ. διάβολος και σατανάς. Δεδομένου ότι απαντά η μεσν. λ. διατανοσύνη, η λ. πρέπει να είναι ήδη μεσν. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. διάτανος.
2. Τετραπέρατος (σαν τον διάβολο)
Σινασσ.
:
Ο Ανέστης, ετά ο διάτανος
(Ο Ανέστης, αυτός ο διάβολος)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
διάβολος