διαταγή
(ουσ. θηλ.)
ντιαταή
[dʝataˈi]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. διαταγή. Η λ. από την κοινή ν.ε.
Διαταγή
:
Ήρτε ντιαταή, σ̑ήκωσά μας
(Ήρθε διαταγή, μας σήκωσαν, ενν. να φύγουμε με την Ανταλλαγή)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
εμίρι