διάζομαι
(ρ.)
διαζιέμι
[ðʝaˈzʝemi]
Μισθ.
γιάζουμι
[ˈʝazumi]
Μισθ.
γιαζιέμι
[ʝaˈzʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
γιάστα
[ˈʝasta]
Μισθ.
Μτχ.
γιασμένου
[ʝaˈzmenu]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. διάζομαι.
Διαμορφώνω το προς ύφανση νἠμα σε στημόνι και το τυλίγω στο αντί του αργαλειού
:
Γιάσταμι ντου ντιρεζί
(Διαστήκαμε το υφάδι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.