ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διάζομαι (ρ.) διαζιέμι [ðʝaˈzʝemi] Μισθ. γιάζουμι [ˈʝazumi] Μισθ. γιαζιέμι [ʝaˈzʝemi] Μισθ. Αόρ. γιάστα [ˈʝasta] Μισθ. Μτχ. γιασμένου [ʝaˈzmenu] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. διάζομαι.
Διαμορφώνω το προς ύφανση νἠμα σε στημόνι και το τυλίγω στο αντί του αργαλειού : Γιάσταμι ντου ντιρεζί (Διαστήκαμε το υφάδι) Μισθ. -Κωστ.Μ.