ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διάβασμα (ουσ. ουδ.) διάβασμα [ˈðʝavazma] Φάρασ. ντιάβασμα [ˈdʝavazma] Αραβ., Μισθ. διέβασμα [ðiˈevazma] Φάρασ. δέβασμα [ˈðevazma] Φάρασ. Νεότ. ουσ. διάβασμα, το οπ. από το θ. διαβασ- του ρ. διαβάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Bλ. ΙΛΝΕ λ. διάβασμα για πιθ. παραγωγή και από το ρ. διαβαίνω + μα για την σημ. 3.
1. Το διάβασμα, η ανάγνωση ό.π.τ. Συνών. ψάλλημα :2, ψάλσιμο :2
2. Η ενέργεια του ψάλλω, το ψάλσιμο Μισθ. Συνών. ψάλλημα :1, ψάλσιμο :1
β. Ιερατική ευχή για θεραπεία Αραβ.
3. Πέρασμα, διάβαση Φάρασ. : || Παροιμ. Άσπρον κως, μαύρον κως, 'α 'ινεί σο ποταμού το διέβασμα παού (Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα φανερωθεί στο πέρασμα του ποταμού˙ στις δύσκολες συνθήκες φανερώνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. κετζίτι, πέρναμα