διάβασμα
(ουσ. ουδ.)
διάβασμα
[ˈðʝavazma]
Φάρασ.
ντιάβασμα
[ˈdʝavazma]
Αραβ., Μισθ.
διέβασμα
[ðiˈevazma]
Φάρασ.
δέβασμα
[ˈðevazma]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. διάβασμα, το οπ. από το θ. διαβασ- του ρ. διαβάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Bλ. ΙΛΝΕ λ. διάβασμα για πιθ. παραγωγή και από το ρ. διαβαίνω + μα για την σημ. 3.
β.
Ιερατική ευχή για θεραπεία
Αραβ.
3. Πέρασμα, διάβαση
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Άσπρον κως, μαύρον κως, 'α 'ινεί σο ποταμού το διέβασμα παού
(Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα φανερωθεί στο πέρασμα του ποταμού˙ στις δύσκολες συνθήκες φανερώνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
κετζίτι, πέρναμα