διαζύγια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
Διαζύγια
[ðiaˈziʝa]
Ποτάμ.
Από το μεταγν. ουσ. διαζύγιον.
Αστερισμός αποτελούμενος από δύο ζευγάρια άστρων
Ποτάμ.
:
Σηκώτι, ξέβαν τα Διαζύϊα και τα Έξαστρα
(Σηκωθείτε, βγήκαν οι αστερισμοί των Διαζυγίων και των Εξάστρων)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327