διαστραμμένος
(επίθ.)
γιαστραμμένου
[ʝastraˈmenu]
Μαλακ.
Από την νεότ. μτχ. διαστραμμένος, η οπ. από την μτχ. διεστραμμένος του αρχ. ρ. διαστρέφω.
Κακός, στρυφνός, ανάποδος
Συνών.
αζγούνης :1, άσκημος :2, γιαγίρι :1, κακός :1, πίσι