διέση
(ουσ. θηλ.)
δι-έση
[ðiˈesi]
Φάρασ.
Πληθ.
δι-έσες
[ðiˈeses]
Φάρασ.
Aπό το ρ. διάζομαι, αόρ. έδιασα και το παραγωγ. επίθμ. -ση. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. διάση (Ι).
1. Διάσιμο, διάταξη του νήματος σε στημόνι για την ύφανση
:
Υφαίνει τζ̑' έσ̑ει τη δι-έση ση μέση
(Υφαίνει και έχει το διάσιμο στην μέση)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Διασίδι, το διατεταγμένο στο στημόνι νήμα για την ύφανση
:
Aτούτη πάλι 'ς φτένει δι-έσες τζ' ας υφαναίνει
(Αυτή πάλι ας φτιάχνει διασίδια και ας υφαίνει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.