ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δικός (αντων.) δικό [ðiˈko] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ. κο [ko] Σίλ. Από την μεσν. αντων. δικός, η οπ. από την μεταγν. αντων. ἰδικός με αποβολή του αρκτ. [i] (< αρχ. επίθ. ἴδιος). Η χρήση της αντων. με αδύνατους τύπ. της προσωπ. αντων. μου, σου, του ήδη πρώιμη μεσν. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. δικός). Η λ. πιθ. από επίδραση της κοινής ν.ε. (Dawkins 1916: 596). Η σύνταξη της αντων. στο ιδ. Σίλλης απαιτεί την σειρά δικός μου + οριστ. άρθρ. + ουσ. (Κωστάκης 1968: 72).
Σε συνδυασμό με τον αδύνατο τύπο της προσωπ. αντων., δηλώνει κτήση με έμφαση ό.π.τ. : Δικό μας νεκκλησ̑ά 'τουν ντου σ̑άνισ̑καμ', σο χωριό ήταν Τσ̑αρικλιώτ' τσ̑ι Τσ̑ελτεκιώτ' (Όταν χτίζαμε την εκκλησία μας, οι Τσαρικλιώτες και οι Τσελτεκιώτες ήταν (ακόμα) στο χωριό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Λέγω τσ̑ι 'γώ δικά μου τα βάσανα (Λέω κι εγώ τα δικά μου βάσανα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κείνου κό σου τ' κιζμέτσ̑ι 'ναι (Εκείνη είναι η μοίρα σου) Σίλ. -Dawk. Τούτο είναι κό μας τα παιριά (Αυτά είναι τα δικά μας παιδιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κο μου άνdρας ρέν 'ναι (Δεν είναι ο δικός μου άντρας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κό μ' τα τέκνα καλά είνου (Τα δικά μου παιδιά είναι καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ.
β. ως προσδιορ. σε τοπ. επίρρ. Σίλ. : Ήρτα κό σου κονdά (Ήρθα κοντά σου ) Σίλ. -Dawk.