διπλοφάμπουλος
(επίθ.)
διπλοφάbουλον
[ðiploˈfabulon]
Σινασσ.
διπλοφάbουρο
[ðiploˈfaburo]
Ανακ.
Από το επίθ. διπλός και το ουσ. φάμπουλο.
Για κότες, αυτός που έχει διπλό ή παχύ λειρί
Συνών.
καγιατερός