διπλοφάμπουλος ( επίθ.
)
διπλοφάbουλον
[ðiploˈfabulon]
Σινασσ.
διπλοφάbουρο
[ðiploˈfaburo]
Ανακ.
...
δίπλωμα
(ουσ. ουδ.)
δίπλωμα
[ˈðiploma]
Αραβαν., Γούρδ.
ντίπλουμα
[ˈdipluma]
Μισθ.
δίφκωμα
[ˈðifkoma]
Φάρασ.
δίφκουμα
[ˈðifkuma]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. δἰπλωμα = οτιδήποτε διπλό (μεταγν. σημ. ‘διπλωμένο έγγραφο’, μεσν. σημ. ‘πτυχή ενδύματος’). Η σημ. 2 από επίδραση της κοινής ν.ε.
2. Δίπλωμα, έγγραφο που πιστοποιεί την επάρκεια κάποιου σε ένα γνωστικό αντικείμενο
:
Έχ' κούρσα, πήρι 'νταρά ντίπλουμα
(Έχει αυτοκίνητο, πήρε τώρα δίπλωμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τροποποιήθηκε: 17/07/2025