ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίπλωμα (ουσ. ουδ.) δίπλωμα [ˈðiploma] Αραβαν., Γούρδ. δίφκωμα [ˈðifkoma] Φάρασ. ντίπλουμα [ˈdipluma] δίφκουμα [ˈðifkuma] Φάρασ. Αρχ. ουσ. δἰπλωμα = οτιδήποτε διπλό (μεταγν. σημ. ‘διπλωμένο έγγραφο’, μεσν. σημ. ‘πτυχή ενδύματος’). Η σημ. 2 από επίδραση της κοινής ν.ε.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διπλώνω Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
2. Δίπλωμα, έγγραφο που πιστοποιεί την επάρκεια κάποιου σε ένα γνωστικό αντικείμενο : Έχ' κούρσα, πήρι 'νταρά ντίπλουμα (Έχει αυτοκίνητο, πήρε τώρα δίπλωμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.