ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίμιτο (ουσ.) δίμιτο [ˈðimito] Σινασσ. ντίμιτο [ˈdimito] Αραβαν. ντίμιτου [ˈdimitu] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. δίμιτον, ουσιαστικοπ. ουδ. του μεσν. επιθ. δίμιτος = υφασμένος με διπλό νήμα, το οπ. απὸ το α΄ συνθ. δι- και το αρχ. ουσ. μίτος = το νήμα του στημονιού.
Το δίμιτο πανί ή ύφασμα. ό.π.τ. Συνών. ντιμί