δίμιτο
(ουσ.)
δίμιτο
[ˈðimito]
Σινασσ.
ντίμιτο
[ˈdimito]
Αραβαν.
ντίμιτου
[ˈdimitu]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. δίμιτον, ουσιαστικοπ. ουδ. του μεσν. επιθ. δίμιτος = υφασμένος με διπλό νήμα, το οπ. απὸ το α΄ συνθ. δι- και το αρχ. ουσ. μίτος = το νήμα του στημονιού.