διβολίζω
(ρ.)
διβολίζω
[ðivoˈlizo]
Φλογ.
ντιβολίζω
[divoˈlizo]
Αξ.
ντιβολίζου
[divoˈlizu]
Μισθ.
τιβολίζω
[tivoˈlizo]
Φλογ.
διβιλίζω
[ðiviˈlizo]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ρ. διβολέω-ῶ = σκαλίζω, σβαρνίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.