ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διβολίζω (ρ.) διβολίζω [ðivoˈlizo] Φλογ. ντιβολίζω [divoˈlizo] Αξ. ντιβολίζου [divoˈlizu] Μισθ. τιβολίζω [tivoˈlizo] Φλογ. διβιλίζω [ðiviˈlizo] Μαλακ. Από το μεταγν. ρ. διβολέω-ῶ = σκαλίζω, σβαρνίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Οργώνω το χωράφι για δεύτερη φορά ό.π.τ. Συνών. γυρίζω, ικιλετίζω :1