δίκι
(επίθ.,αριθμ.)
δίκι
[ˈðici]
Φάρασ.
δίτσ̑ι
[ˈðitʃi]
Ανακ., Μαλακ., Φάρασ.
δίκιμο
[ˈðicimo]
Φάρασ.
Από το αριθμ. δύο με μορφολ. επίδρ. του τουρκ. αριθμ. iki. Τo τεμάχιο -μο πιθ. αναλογ. πρoς ανάλογα καππαδοκικά παιδικά άσμ., π.χ. ένα μα, δύο μα στην Σινασσό (Dawkins 1916: 118-119), το οπ. ίσως από το τουρκ. ερωτηματικό μόρ. mi (βλ. ΙΛΝΕ, λ. δίκι).