ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίπλα (ουσ. θηλ.) δίπλα [ˈðipla] Φλογ. Από το ρ. διπλώνω υποχωρητικώς.
Ποσότητα σταχυών που μπαίνουν κάθε φορά στο αλώνι για αλώνισμα, γύρα : Να στρώσωμε ένα δίπλα ακόμα (Να απλώσουμε άλλη μιά δόση) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Δυό μέρες με τα βόιδια φκιάισ̑καν ένα δίπλα (Χρειάζονταν δύο μέρες με τα βόδια για να αλωνιστεί μιά δόση) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πβ. αλώνι :3