δίπλα
(ουσ. θηλ.)
δίπλα
[ˈðipla]
Φλογ.
Από το ρ. διπλώνω υποχωρητικώς.
Ποσότητα σταχυών που μπαίνουν κάθε φορά στο αλώνι για αλώνισμα, γύρα
:
Να στρώσωμε ένα δίπλα ακόμα
(Να απλώσουμε άλλη μιά δόση)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Δυό μέρες με τα βόιδια φκιάισ̑καν ένα δίπλα
(Χρειάζονταν δύο μέρες με τα βόδια για να αλωνιστεί μιά δόση)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πβ.
αλώνι :3