αλώνι
(ουσ. ουδ.)
αλών’
[aˈlon]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
αγώνι
[aˈɣoni]
Τσουχούρ.
αβώνι
[aˈvoni]
Σατ.
αώνι
[aˈoni]
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
ώνι
[ˈoni]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ἁλώνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἅλως. Ο τύπ. αώνι με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l].
1. Αλώνι, επίπεδος κυκλικός χώρος για το αλώνισμα των σιτηρών
ό.π.τ.
:
Αγκάια γιόμ'νι 'ς αλώνια
(Τα αλώνια γέμισαν αγκάθια)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ματέμ πλερώνκανι το θέρους αδού σι μήνα 'νοίσκαν τα αώνα
(Μόλις τελείωναν τον θερισμό αυτό το μήνα άνοιγαν τα αλώνια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ταυρούμε το τουκάνι ’ς αώνι σον τεμίση 'πέσου
(Τραβάμε την δουκάνη στο αλώνι μέσα στην ζέστη)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Άμε σο πεγάιδι· 'α νάρτεις σε ώνι ιράστα
(Πήγαινε στο πηγάδι· θα συναντήσεις ένα αλώνι)
Φάρασ.
-Dawk.
'μείς έχουμ’ όρτ̇αχ̇ής σο ώνι λιέγο 'ωσμένον κ’θάρι
(Εμείς έχουμε στο αλώνι λίγο αλωνισμένο μισιακό κριθάρι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Το λέγ̑’: «Να κάψω τ’ αλών’» κανείς, στ’ αλών’ ντε γετισ̑τιζ̑’
(Ο άνθρωπος που λέει: «Να κάψω το αλώνι», στο αλώνι δεν προφταίνει˙ ως την πραγματοποίηση μιας απειλής πάντα τυχαίνει και συμβαίνουν άλλα πράγματα)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Ασμ.
Αν είναι το μαύρο σου πουλί και ώριο χελιδόνι
παίνεις και συφθάνεις σου Μαυριανού τ’ αλώνι ((Αν είναι το μαύρο σου άλογο γρήγορο σαν πουλί και ωραίο χελιδόνι
τρέχεις και προλαβαίνεις στο αλώνι του Μαυριανού)) Τελμ. -Lag. Συνών. κες, χαρμάνι
παίνεις και συφθάνεις σου Μαυριανού τ’ αλώνι ((Αν είναι το μαύρο σου άλογο γρήγορο σαν πουλί και ωραίο χελιδόνι
τρέχεις και προλαβαίνεις στο αλώνι του Μαυριανού)) Τελμ. -Lag. Συνών. κες, χαρμάνι
β.
Χώρος όπου απλώνονταν και ξηραίνονταν οι καρποί των γεωργών και κυρίως τα σιτηρά
Μισθ.
2. Αλώνισμα
Τσουχούρ.
:
Ήτουν αωνού ταρός
(Ήταν ο καιρός του αλωνίσματος)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
αλώνισμα
3. Συνεκδοχ. το αλωνιζόμενο είδος
Αξ., Φλογ.
:
Τ’ αλών’ τ̔υβεριάσεν, ας το γυρίσουμ’
(Το αλωνιζόμενο γέννημα τρίφτηκε, ας το γυρίσουμε)
Αξ.
-Μαυροχ.
Πβ.
δίπλα
4. Κυρτή οριζόντια πλάκα όπου γίνεται η συμπίεση του λιναρόσπορου στο μάγγανο για την παραγωγή λαδιού
Αξ., Φλογ.
β.
Συνεκδοχ. η συμπιεζόμενη μάζα λιναρόσπορου στο μάγγανο
Αξ.
7. Άλως του φεγγαριού
Ανακ.
:
|| Φρ.
Έσ̑' αλών'
(Έχει άλω (ενν. το φεγγάρι)˙ το έλεγαν όταν προμηνυόταν ότι θα βρέξει ή θα φυσήξει έντονα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πβ.
χαρμάνι