ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλώνισμα (ουσ. ουδ.) αλώνισμα [aˈlonizma] Αξ., Φλογ. αλώνημα [aˈlonima] Μισθ. αών'μα [aˈonma] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ἁλώνισμα, το οπ. από το ρ. αλωνίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αλώνισμα ό.π.τ. : 'λέφρυναμ' λίου ηντουν απ' ντα χερίμαdα απ' τα αλωνήμαδα 'τουν ξέβαν ντα πατόζις (Ξαλαφρώσαμε λίγο από τα θερίσματα, απ' τα αλωνίσματα, όταν βγήκαν οι πατόζες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αλωνισμάτ' τουκάν' (Δουκάνη του αλωνίσματος, σβάρνα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αλώνι :2