αλυκούτσικος
(επίθ.)
αλυκούσκο
[aliˈkusko]
Φάρασ.
Από το επίθ. αλυκός και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος, όπου και τύπ. -ούσκο.
Πβ.
αλυκός
Αλμυρούτσικος